- θαλάσσαρκτος
- ηη πολική άρκτος, η λευκή αρκούδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thalarctos (αντί τού ορθότ. *thalassarctos) < thal- (πρβλ. θάλασσα) + -arctos (πρβλ. άρκτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρκτίδες — Οικογένεια σαρκοφάγων θηλαστικών στην οποία ανήκουν οι αρκούδες και τα συγγενικά σε αυτές γένη (θαλάσσαρκτος, μέλουρσος, εύαρκτος κλπ.). Τα είδη της οικογένειας αυτής διαφέρουν από τα άλλα σαρκοφάγα τόσο στην τροφή όσο και στις συνήθειες. Τα… … Dictionary of Greek